- σταθεροποιητικός
- -ή, -ό, Ν [σταθεροποιητής]1. αυτός που συμβάλλει στην επίτευξη σταθερότητας (α. «σταθεροποιητικά μέτρα για την οικονομία» β. «σταθεροποιητικός ο ρόλος τής χώρας μας στην ευρύτερη περιοχή μας»)2. το ουδ. ως ουσ. το σταθεροποιητικόαστρον. ουσία η οποία προστίθεται σε στερεά καύσιμα πυραύλων για την μείωση τής ταχύτητας καύσης τους3. φρ. α) «σταθεροποιητικές ουσίες»i) ουσίες που προστίθενται σε μικρές ποσότητες στα τρόφιμα και συμβάλλουν στην εδραίωση, στη διατήρηση και στην αύξηση ορισμένων ιδιοτήτων τών τροφίμων βελτιώνοντας την υφή και την εμφάνισή τουςii) μέσα ή ουσίες τών οποίων η παρέμβαση στα χρώματα και στα επιχρίσματα ελαττώνει την τάση σχηματισμού υποστάθμηςβ) «σταθεροποιητική πολιτική»(οικον.) το σύνολο τών μέτρων που λαμβάνονται για την επίτευξη σταθεροποίησης τής οικονομίαςγ) «σταθεροποιητική αντικυκλική»(οικον.) άλλη ονομασία για τη σταθεροποιητική πολιτικήδ) «σταθεροποιητική επιλογή»βιολ. άλλη ονομασία για την ομαλοποιητική επιλογή, αλλ. σταθεροποιούσα επιλογή.[ΕΤΥΜΟΛ. < σταθεροποιώ, απόδοση στην Ελληνική τού γαλλ. stabilisateur (< λατ. stabilis «σταθερός»)].
Dictionary of Greek. 2013.